- προαγώνισμα
- προᾰγών-ισμα, ατος, τό,A previous contest,
π. ναυμαχίας App.Syr.22
, cf. Dexipp.Hist.Fr. 26J.(pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
π. ναυμαχίας App.Syr.22
, cf. Dexipp.Hist.Fr. 26J.(pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προαγώνισμα — previous contest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγώνισμα — το, ΝΑ [προαγωνίζομαι] (στην αρχ. Αθήνα και σχετικά με τη διδασκαλία τών δραμάτων, ο προαγών νεοελλ. άσκηση, γύμναση που κάνει κανείς πριν από έναν αγώνα, προγύμναση … Dictionary of Greek
προαγώνισμα — το, ατος προγύμναση, προεξάσκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προαγωνισμάτων — προαγώνισμα previous contest neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)